Σελίδες

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Ο εχθρός Χρόνος.

Ήσυχα τις ύγρες νύχτες του καλοκαιριού ξεγλιστρούσε αθόρυβα από το τσιμεντένιο του κλουβί για να παραδοθεί στο έρεβος του έναστρου ουρανού. Η αντανάκλαση από το μισοανοιγμένο παράθυρο της κουζίνας έδειχνε έναν άντρα, του πήρε χρόνο να καταλάβει πως ήταν αυτός. Τα σημάδια της μεταεφηβείας-ξενύχτια, μεθύσια, συζητήσεις- είχαν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια πάνω του και μέσα του.

Πρόσπαθησε να σφυρίξει αλλά φοβήθηκε μην καταλάβουν πως είναι χαρούμενος-βλέπεις το να είσαι χαρούμενος είναι από μόνο του μια πράξη αντίστασης ενάντια στη ζοφερή πραγματικότητα- και άναψε το τσιγάρο του. 

Ζεστή και υγρή αυτή η νύχτα, τροπική, όπως και τα όνειρα του. 
Ρημαγμένα, ταραγμένα και ακατάστατα, χίλιες σκέψεις , χίλιες αναλύσεις για κόσμους άλλους μακρινούς. 

Το τσιγάρο τελείωνε και αυτός βυθισμένος στην εσωτερική του άβυσσο έκανε μια προσπαθεια να σηκωθει απο τα σκαλοπατια της αυλής. Δεν ηθελε όμως μήτε να σήκωθει μα μήτε και να κάνει τίποτε άλλο. Ήθελα απλά να μην τελειώσει ποτέ η νύχτα εκείνη. Δεν γνώριζε βλέπεις πως ο χρόνος είναι ένα διανυσματικό μέγεθος και πάντα εχθρός της στιγμής. Είναι ο ίδιος εκείνος εχθρός που τον μεγάλωσε και δεν τον αναγνωρίζει πια στις αντανακλασεις των τζαμιών τις νύχτες, αλλά είναι και εκείνος ο εχθρος ο οποιος τον ωρίμασε και σκότωσε τον ενθουσιασμό του. 

Έβαλε όλη του την δύναμη και σηκώθηκε ράθυμα και αργα , κοιτώντας την αντανάκλαση του εαυτού του στο τζάμι του χαμογέλασε. Κάπου τον είχε δεί 15 χρόνια πριν αυτόν τον νεαρό και τούτη η απροσδόκητη συνάντηση εκεινο το βραδυ τον οπλισε με κουράγιο. Είναι νωρίς στον κόσμο αυτο, θυμηθηκε τους στίχους του ποιητή , μπήκε στο σπίτι και έκλεισε  την βαριά πόρτα. 

Το πρωί το μαξιλάρι ύγρο από δάκρυα νοσταλγίας για μια ζωή που ποτε δεν ήρθε, ένα ξυπνητήρι τρελό να μας σκοτώνει και μια μονο σκέψη : Πρέπει να σηκώθω.
  
Χάθηκε μέσα στα πρέπει και δεν έζησε όλα του τα θέλω, ούτε τα μίσα, τα πούλησε στην Ανάγκη για το τσιμεντένιο του κλουβάκι.

Να όμως που εκείνο το πρωινό , πήρε το μηχανακί του, μα δεν πήγε στην δουλειά.
Ξεκίνησε να βρεί ολα του τα θέλω και να μαλώσει με τον Χρόνο και την Ανάγκη. Ίσως να πήρε και τον έφηβο εαυτό του μαζί.

Περίεργα και καταλυτικά τα βράδια στην αυλή, τα αποφεύγει πλέον γιατί μυρίζουν ελευθερία και όνειρο.   
Έσβησε το τσιγάρο και χαθήκε το σύννεφο με τις σκέψεις του. 

Αυλή και μαλακίες, είπε, με έφαγαν τα κουνούπια , κάνει ζέστη και νύσταξα και πρεπει να ξυπνήσω πρωί.

Βλέπεις λοιπόν πως ο Χρόνος και η Ανάγκη τον σκότωσαν για μια ακομα φόρα , εξαπατώντας τον πως είναι ζώντανός?

Ζουμε για τις νύχτες που θα πάρουν εκδικηση οι επιθυμιες απο τους βιαστές της ευτυχίας μας..

Εως τότε, όνειρα..

Δεν υπάρχουν σχόλια: